σκιαδίων

σκιαδίων
σκιάδιον
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • σκιάδιο — το / σκιάδιον, ΝΜΑ, και σκιάδι Ν, και σκιάδειον ΜΑ [σκιά / σκιάς, άδος] 1. ομπρέλα, αλεξήλιο 2. πλατύγυρο καπέλο 3. βοτ. είδος βοτρυώδους ταξιανθίας νεοελλ. ζωολ. διαφανής ζελατινώδης δίσκος ή ομπρέλα, που αποτελεί το αποστρογγυλωμένο μέρος τού… …   Dictionary of Greek

  • αγάνοσμα — (aganosma).Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά διάφορα φυτά της οικογένειας των αποκυνιδών. Ο βλαστός τους είναι ποώδης ή ξυλώδης με γαλακτώδεις σωλήνες. Τα άνθη τους είναι διγενή σε διάταξη σκιαδίων, με κάλυκα με 5 σέπαλα, στεφάνη με 5 ή 4 πέταλα… …   Dictionary of Greek

  • άλισμα — (alisma). Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των αλισματιδών. Το γένος αριθμεί πολλά είδη, όλα υδροχαρή, ποώδη, με φύλλα μακρόμισχα, που έχουν παράλληλες νευρώσεις. Τα άνθη τους είναι μόνοικα, με κάλυκα με τρία σέπαλα και στεφάνη επίσης με τρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”